- απαραμόρφωτος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν παραμορφώθηκε, δεν αλλοιώθηκε: Η φιλοσοφία του Επίκουρου, με το πέρασμα του χρόνου, δεν έμεινε απαραμόρφωτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.